-
1 υπερφθεγγομαι
1) громогласно читать, громко декламировать(τοὺς διθυράμβους Plut.)
2) заглушать, (стараться) перекричать, превзойти или затмить(τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ Plut.; τὰ ἔργα ὑπερφθέγγεται τοὺς λόγους Luc.)
-
2 ὑπερφθέγγομαι
A speak louder than,τὰ ἔργα ὑ. τοὺς λόγους Luc. Tox.35
; τῷ λόγῳ ὑπερφθέγγονται τὴν ἀλήθειαν they shout down the truth, Gal.8.808, cf. UP8.2; εὐεπείᾳ τὸν Ὅμηρον ὑ. excel Homer therein, Plu.2.396d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερφθέγγομαι
См. также в других словарях:
υπερφθέγγομαι — ΜΑ 1. φωνάζω δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῑν κομίζων», Πλούτ.) 2. μτφ. υπερέχω, είμαι πολύ ανώτερος («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φθέγγομαι «μιλώ, φωνάζω»] … Dictionary of Greek